- υπολογιστής
- 1) calculateur2) ordinateur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υπολογιστής — ο, Ν 1. βοηθός λογιστής 2. (πληροφ.) ο ηλεκτρονικός υπολογιστής 3. ναυτ. τίτλος οικονομικού βαθμοφόρου αντίστοιχος τού αρχικελευστή 4. μτφ. άνθρωπος που σκέπτεται και ενεργεί με ιδιοτέλεια και υστεροβουλία συμφεροντολόγος 5. φρ. α) «ηλεκτρονικός… … Dictionary of Greek
υπολογιστής — ο θηλ. ίστρια 1. λογιστικός υπάλληλος κατώτερος από το λογιστή, βοηθητικός λογιστής. 2. «ηλεκτρονικός υπολογιστής», συσκευή που μπορεί να δεχτεί δεδομένα σε κατάλληλη κωδικοποιημένη μορφή, να τα επεξεργαστεί και να παράγει τις ζητούμενες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… … Dictionary of Greek
υπολογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος 3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» ο υπολογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
Ίντερνετ — (Internet). Παγκόσμιο δίκτυο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και δικτύων υπολογιστών. Ενώνει υπολογιστές και δίκτυα που είναι εγκατεστημένα σε πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, επιχειρήσεις, νοσοκομεία, κρατικούς οργανισμούς, ερευνητικά ινστιτούτα … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
OAED Vocational College shooting — Location Agios Ioannis Rentis, Athens, Greece Date Friday, April 10, 2009 Approximately 08:30 a.m.[1] (UTC+3) … Wikipedia
κομπιούτερ — Βλ. λ. υπολογιστές. * * * το και ο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής … Dictionary of Greek
μικροϋπολογιστής — ο (πληροφορ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής που υπάγεται στην κατηγορία τών μικρών ψηφιακών υπολογιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microcomputer] … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
σπεκουλαδόρος — ο, θηλ. σπεκουλαδόρισσα, Ν κερδοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculatore «υπολογιστής, κερδοσκόπος»] … Dictionary of Greek